κολακευμα

κολακευμα
    κολάκευμα
    -ατος (λᾰ) τό льстивая речь, заискивание Xen., Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "κολακευμα" в других словарях:

  • κολάκευμα — piece of flattery neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολάκευμα — και κολάκεμα, το (AM κολάκευμα, Μ και κολάκεμα) [κολακεύω] καθετί που λέγεται ή γίνεται για κολακεία, καλόπιασμα, κολακευτικός λόγος ή κολακευτική πράξη («ἢν δὲ ἴδω ἢ κολακεύμασί τινα προτιμώμενον ἢ και ἄλλη τινὶ ἀνωφελεῖ χάριτι... ἐπιπλήττω»,… …   Dictionary of Greek

  • κολακευμάτων — κολάκευμα piece of flattery neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολακεύμασι — κολάκευμα piece of flattery neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολακεύμασιν — κολάκευμα piece of flattery neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολακεύματα — κολάκευμα piece of flattery neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογοκολάκευμα — λογοκολάκευμα, τὸ (Μ) κολακευτικός, χαϊδευτικός λόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογο * + κολάκευμα (< κολακεύω)] …   Dictionary of Greek

  • πόππυσμα — τὸ, ΜΑ [ποππύζω] μσν. συριγμός που γίνεται με μισόκλειστα χείλη αρχ. 1. κολάκευμα, θωπεία 2. ηχηρό φίλημα με συμπίεση τών χειλιών …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»